- κτέανον
- κτέανον, τό, Erwerb, Besitz, Vermögen; von Viehherden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κτέανον — κτέανον, τὸ (Α) 1. κτήμα, περιουσία (α. «ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾱν κτέανον», Πίνδ. β. «εἴ κεν ἀπ ἀλλοτρίων κτεάνων ἀεσίφρονα θυμὸν εἰς ἔργον τρέψας μελετᾷς βίου», Ησίοδ.) 2. (για ποίμνια) κτήνος (ἥντινά οἱ κτεάνων κομιδὴν έτίθεντο νομῆες», Θεόκρ … Dictionary of Greek
κτέανον — possessions neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεάνοιο — κτέανον possessions neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεάνοις — κτέανον possessions neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεάνοισι — κτέανον possessions neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεάνοισιν — κτέανον possessions neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεάνων — κτέανον possessions neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτέανα — κτέανον possessions neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκτέανος — (I) εὐκτέανος, ον (Α) πλούσιος, ευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτέανον «αγαθό» (< κτώμαι)]. (II) εὐκτέανος, ον (Α) ευκτήδων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτέανος, που απαντά στον Ησύχ. στον τ. ευθυ κτέανον και ιθυ κτέανον] … Dictionary of Greek
ακτέανος — ἀκτέανος, ον (Α) αυτός που δεν έχει κτήματα, ο φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κτέανον «κτήμα»] … Dictionary of Greek
βαθυκτέανος — βαθυκτέανος, ον (Α) με μεγάλα, πλούσια κτήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + κτέανον, συνήθως στον πληθ. κτέανα («κτήματα, περιουσία») < κτώμαι ( άομαι) «αποκτώ»] … Dictionary of Greek